Combined Search

Go

Search options

Basket

Results for: μονόφθαλμος
2 items total [1 - 2]
[Λεξικό Κριαρά]
μονόφθαλμος, επίθ.
  • Τυφλός από το ένα του μάτι:
    • (Ντελλαπ., Ερωτήμ. 1718), (Μαχ. 66612).

[αρχ. επίθ. μονόφθαλμος. Η λ. και σήμ.]

[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
μονόφθαλμος -η -ο [monófθalmos] Ε5 : 1. που έχει ένα μόνο μάτι: Οι Kύκλωπες, αυτά τα μονόφθαλμα όντα της ελληνικής μυθολογίας. Mονόφθαλμο τέρας. 2. που βλέπει μόνο με το ένα μάτι, γιατί το άλλο έχει καταστραφεί: Mονόφθαλμο ζώο. Ο ~ άνθρωπος και ως ουσ. ο μονόφθαλμος. ΠAΡ Στη χώρα των τυφλών* / στους τυφλούς βασιλεύει ο ~.

[λόγ. < αρχ. μονόφθαλμος]

< Previous   [1]   Next >
Go to page:Go