Παράλληλη αναζήτηση

Βρες

Επιλογές αναζήτησης

Καλάθι

Αναζήτηση για: μονότροπος
1 εγγραφή
[Λεξικό Κριαρά]
μονότροπος ο.
  • Μοναχός, καλόγερος:
    • Εν δεξιοίς αρχιερείς, ιερείς και διακόνους, … εν δε γε τῳ αριστερῴ θόλῳ τους μονοτρόπους (Παϊσ., Ιστ. Σινά 1391).

[αρσ. του αρχ. επιθ. μονότροπος (σήμ. ποντ.) ως ουσ. Η λ. τον 4. αι.]

< Προηγούμενο   [1]   Επόμενο >
Μετάβαση στη σελίδα:Βρες