Παράλληλη αναζήτηση

Βρες

Επιλογές αναζήτησης

Καλάθι

Αναζήτηση για: μονός -ή -ό
14 εγγραφές [1 - 10]
[Λεξικό Κριαρά]
μόνος, επίθ.· μόνιος.
  • 1)
    • α) Που δε βρίσκεται μαζί με άλλους, που είναι χωρίς την παρουσία ή συντροφιά άλλων, μοναχός:
      • (Βέλθ. 830), (Ιμπ. 568
      • τση θυγατέρας μου μόνιος μου θα μιλήσω (Ερωφ. Έ 228
      • (σε ιδιάζ. χρ.):
        • Νεκρόν είδα … και μόνα, δίχα σάρκωσην, τα κόκαλα γλειμμένα (Νεκρ. βασιλ. 24
      • (επιτ. με προηγ. το σύνδ. και):
        • ολόγυμνην την έκδυσεν μετά λινού και μόνου (Αχιλλ. (Smith) N 1332
      • (ο υπερθ. επιτ.):
        • (Διγ. Ζ 1862
        • δούκαν τον ελεεινόν μονότατον αφήσαν (Κορων., Μπούας 49
    • β) (με τους εμπρόθ. προσδ. με ή μετά κάπ. για να δηλωθεί συνοδεία από κάπ. πολύ οικείο):
      • Η Αρετούσα απόμεινε μόνια τση μετά μένα (Ροδολ. Ά 284· Βέλθ. 81
    • γ) (επιτ. στο σχ. μόνος και μόνος ή με τα επίθ. μοναχός, μοναξός, ολομόναχος ή τη μτχ. μεμονωμένος):
      • Μόναι και μόναι εμπήκασιν, κατασφαλίζουνται έσω (Βέλθ. 980
      • εγώ μόνος μοναχός να κοσμοαναγυρεύω (Λίβ. N 2268· Ερωτόκρ. Γ́ 1736), (Χρον. Μορ. P 6277
      • μόνος κι ολομόναχος με λογισμό επορπάτει (Ερωτόκρ. Ά 1067· Aχιλλ. (Smith) N 546).
  • 2) Άγαμος, ανύπαντρος:
    • μια γυναίκα μόνια τση (Ροδολ. Β́ 335).
  • 3) (Προκ. για κράτος) που δεν έχει συμμάχους:
    • οι βασιλειές … μόνιες και ξεχωριστές πέφτου οι πολεμημένες (Ροδολ. Έ 42).
  • 4) (Προκ. για τόπο) απόμερος, απομονωμένος:
    • τόπον … μονότατον (Βίος Αλ. 338).
  • 5)
    • α) Παρατημένος, αφημένος, εγκαταλειμμένος:
      • το μιαρόν ποντίκιν … ηύρε πίταν μέγαν μόνην (Χρησμ. VII 5
    • β) μόνος, έρημος:
      • Από τους όλους συγγενούς εγώ υπάρχω μόνη (Βέλθ. 1169
    • γ) αβοήθητος:
      • ήτονε στην εζημιά μόνια τση σκιας μαγάρι (Πανώρ. Γ́ 453).
  • 6) Που ενεργεί χωρίς τη συμβολή, συνδρομή ή βοήθεια άλλου:
    • (Κορων., Μπούας 102
    • εις τα άλλα ουδέν εφθάσετε, τά μόνος μου επολέμουν (Διγ. Esc. 1733· Ροδολ. Β́ 19).
  • 7)
    • α) (Για να δηλωθεί περιορισμός ή αποκλεισμός) μόνον, αποκλειστικά εγώ (εσύ, αυτός, …):
      • (Κυπρ. ερωτ. 2114
      • Εσύ, θεά, οχ τα βάσανα μόνια σου τσι λυτρώνεις (Πανώρ. Δ́ 297
    • β) (μετά από αρνητ. πρόταση για να δηλωθεί εξαίρεση):
      • ουδένας δεν απόμεινεν ειμή αυτή και μόνη (Διήγ. παιδ. 932
    • γ) αυτός και μόνον, (και) μόνον αυτός:
      • οι μπομπαρδές εδύνουνταν μόνες να καταλύσουν τον Άγιον Έρμον σύψυχον (Αχέλ. 1024).
  • 8)
    • α) Μοναδικός:
      • μόνια αιτιά του σκοτωμού (Ερωφ. Γ́ 260
      • (επιτ.):
        • των φίλων των πιστών η μόνη μια καρδία εις δυο κορμιά ξεχωριστά κρατούν την κατοικία (Λίμπον. Εισαγ. 11
      • (προκ. για το Χριστό):
        • Χριστόν, τον μόνον ζωοδότην (Διγ. Z 1111
    • β) ένας μόνον, ένας:
      • (Διδ. Σολομ. P 4).
  • 9) (Για να δηλωθεί υπεροχή):
    • Εγώ 'μαι μόνος βασιλιός κι ωσάν εμένα άλλος σ’ όλη τη γη δε βρίσκεται (Τζάνε, Κρ. πόλ. 57517
    • (στον υπερθ. επιτ.):
      • (Διγ. Z 4062).
  • 10) Ίδιος, όμοιος:
    • ήτον όλη η γης γλώσσα μια και λόγια μόνα (Πεντ. Γέν. XI 1).
  • 11) (Με αριθμητ. για να δηλωθεί ανώτατο όριο):
    • έκαυσε και τα κάτεργα, αφήκε μόνα τρία (Γεωργηλ., Βελ. Λ 256).
  • 12) (Σε χρ. οριστικής αντων. συν. με γεν. προσωπ. αντων.) ο ίδιος, από μόνος μου:
    • μόνη μου εποίκα το κακόν, μόνη μου ας απολάβω (Διγ. Esc. 954 δις).
  • 13)
    • α) (Σε χρ. αυτοπαθούς αντων.):
      • όπου θυμώνεται πολλά … μόνος του γίνετ’ έξηχος και με το θέλημάν του (Σπαν. B 369
    • β) (για να δηλωθεί αυτόματη ενέργεια):
      • τας πόρτας λέγει, μόναι των ανοίγουν παραυτίκα (Καλλίμ. 1280).
  • 14) (Σε επιρρ. χρ.) μόνον, παρά μόνον:
    • (Αιτωλ., Μύθ. 312
    • μόνια την αγάπη σου, καρδούλα μου, θυμούμαι (Κατζ. Β́ 166).
  • Φρ.
  • 1) Αποθαίνω ή φονεύομαι μόνος μου = προκαλώ το θάνατό μου, αυτοκτονώ:
    • (Αχιλλ. (Smith) O 365).
  • 2) Λέγω μόνος μου, βλ. λέγω Φρ. 8.

[αρχ. επίθ. μόνος. Ο τ. και σήμ. ιδιωμ. Η λ. και σήμ.]

[Λεξικό Κριαρά]
μονός, επίθ.
  • 1) Μοναδικός:
    • κεφαλή μονή της Εκκλησίας είναι ο Χριστός (Πηγά, Χρυσοπ. 330 (9)).
  • 2) Που είναι χωρίς συντροφιά, μόνος:
    • το πνεύμα δεν μπορεί να στέκεται πάντα μονό (Κυπρ. ερωτ. 15112).
  • 3) (Προκ. για αριθμό) περιττός· (εδώ το ουδ. πληθ. ως ουσ.):
    • Τα δε μονά ούτως: …ά, …γ́, …έ (Rechenb. (Vog.) 1131).

[<επίθ. μόνος κατά τα απλός, διπλός. Η λ. και σήμ.]

[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
μόνος -η -ο [mónos] (βλ. Ε3) : I. αντων. οριστ. προσδιορίζει: 1α. αυτόν που είναι ένας, που είναι χωρίς τη συντροφιά άλλων· μοναχός: Mιλάω ~, μονολογώ. Φοβάται να κοιμηθεί μόνη της. ~ στο σπίτι. || χωρίς οικογένεια: Είμαι / ζω ~. Έμεινε μόνη κι έρημη, χωρίς δικούς της ανθρώπους. || Nιώθω (πολύ) μόνη, νιώθω πολλή μοναξιά. || με τη γενική αδύνατου τύπου προσωπικής αντωνυμίας για περισσότερη έμφαση: Θέλει να μείνει για λίγο μόνη της. (έκφρ.) ~ μου τα λέω*, ~ μου τ΄ ακούω. β. (για πργ.) αυτό που είναι ένα χωρίς να υπάρχει άλλο ή άλλο όμοιο· μοναχό: Mια βάρκα μόνη της στη θάλασσα. 2. αυτό που φτιάχνει κανείς χωρίς την επέμβαση ή τη βοήθεια άλλου: Ξυρίζομαι / χτενίζομαι ~ μου. Mόνη της ράβεται, η ίδια ράβει τα ρούχα της. Mεγάλωσε πια το παιδί· τρώει και ντύνεται μόνο του. 3. αυτόν που ενεργεί με τη θέλησή του, με δική του πρωτοβουλία, υπαιτιότητα κτλ.· μοναχός: ~ του πήγε· κανείς δεν τον υποχρέωσε να πάει. ~ του τα τραβάει / το σκέφτηκε. (έκφρ.) από ~ μου, σου, του κτλ., με δική μου θέληση, πρωτοβουλία, υπαιτιότητα κτλ.: Aπό μόνη της αποφάσισε να παραιτηθεί. || για δήλωση αυτοπάθειας: Aπό ~ του τραυματίστηκε, αυτοτραυματίστηκε. II. (επίθ.) μοναδικός: Ο ~ σκοπός στη ζωή του. H μόνη του λαχτάρα ήταν… Ο ~ του καημός είναι που δεν έχει αποκαταστήσει ακόμη τα παιδιά του. Έχει μία και μόνη επιθυμία: να σπουδάσει. Mονοθεϊσμός είναι η πίστη σε έναν και μόνο Θεό. || με την αντωνυμία αυτός για έντονη αντιδιαστολή: ~ αυτός από όλους τους άλλους έμεινε στο πλευρό τους.

[αρχ. μόνος]

[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
μονός -ή -ό [monós] Ε1 : 1α. που αποτελείται από μία μόνο μονάδα, από ένα στοιχείο ή μέρος· (πρβ. διπλός, τριπλός…): Bάλε διπλό το σκοινί γιατί μονό δεν αντέχει. ΦΡ μονό δεν του φτάνει, διπλό του περισσεύει*. || Mονό άνθος, που έχει μία μόνο σειρά από πέταλα. β. που αντιστοιχεί σε ένα άτομο και ιδίως που σ΄ αυτόν χωράει ένα μόνο άτομο. ANT διπλός: Mονό κρεβάτι / σεντόνι. Mονή κουβέρτα. 2. (μαθημ.) για αριθμό ο οποίος, όταν διαιρεθεί με το δύο, αφήνει υπόλοιπο τη μονάδα· περιττός. ANT άρτιος, ζυγός: Tο άθροισμα δύο μονών αριθμών είναι πάντοτε άρτιο. || που παρουσιάζεται με μονό αριθμό: Tα μονά νούμερα. Οι μονές μέρες του μηνός (δηλ. η 1η, 3η, 5η κτλ.). Σήμερα κυκλοφορούν τα αυτοκίνητα που έχουν μονό αριθμό κυκλοφορίας. Mονά (ή) ζυγά*. ΦΡ παίζω κτ. μονά ζυγά, το διακινδυνεύω έντονα. μονά ζυγά* δικά σου (τα θέλεις). || (ως ουσ.) τα μονά: α. οι μονοί αριθμοί: Kερδίζουν τα μονά. β. τα αυτοκίνητα με μονό αριθμό κυκλοφορίας: Σήμερα κυκλοφορούν τα μονά.

[αρχ. μόνος με μετακ. τόνου κατά τα απλός, διπλός]

[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
μονοσήμαντος -η -ο [monosímandos] Ε5 : που έχει μία μόνο σημασία. ANT πολυσήμαντος: Mονοσήμαντη λέξη / έκφραση. || (μαθημ.): Mονοσήμαντη παράσταση.

[λόγ. < μσν. μονοσήμαντος < μονο- + σημαν- (σημαίνω) -τος]

[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
μονοσημία η [monosimía] Ο25 : (γλωσσ.) το φαινόμενο κατά το οποίο μία λέξη έχει μόνο μία σημασία. ANT πολυσημία.

[λόγ. μονόσημ(ος) -ία]

[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
μονόσημος -η -ο [monósimos] Ε5 : (γλωσσ.) που έχει μία μόνο σημασία. ANT πολύσημος: Mονόσημη λέξη.

[λόγ. < μσν. μονόσημος < μονο- + σή μ(α) -ος]

[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
μονοσθενής -ής -ές [monosθenís] Ε10 : (χημ.) που έχει σθένος 2 ένα. ANT πολυσθενής: ~ ρίζα.

[λόγ. μονο- + σθέν(ος) -ής μτφρδ. αγγλ. univalent]

[Λεξικό Κριαρά]
μονοσκέλιδον το.
  • Σκελίδα (σκόρδου):
    • (Ιερακοσ. 41721).

[<μονο‑ + ουσ. σκελίς]

[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
μονοσταυρία η [monostavría] Ο25 : σύστημα εκλογής στο οποίο αυτός που ψηφίζει έχει τη δυνατότητα να σημειώσει ένα μόνο σταυρό προτίμησης σε έναν κατάλογο υποψηφίων. ANT πολυσταυρία: Οι αρχαιρεσίες έγιναν με απλή αναλογική και με ~.

[λόγ. μονο- + σταυρ(ός) -ία]

< Προηγούμενο   [1] 2   Επόμενο >
Μετάβαση στη σελίδα:Βρες