Παράλληλη αναζήτηση
1 εγγραφή | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
- μονόπλευρος -η -ο [monóplevros] Ε5 : ΣYN μονομερής. 1. που αφορά ένα μόνο τμήμα του συνόλου και παραβλέπει το άλλο: Mονόπλευρη οικονομική ανάπτυξη μιας περιοχής. Πολιτική μονόπλευρης λιτότητας σε βάρος των εργαζομένων και των συνταξιούχων. 2. που δεν είναι πλήρης ή αντικειμενικός, που εξετάζει τη μία μόνο πλευρά ενός ζητήματος, θέματος κτλ: Mονόπλευρη κρίση / απόφαση.
μονόπλευρα ΕΠIΡΡ. [λόγ. < ελνστ. μονόπλευρος `στρατιωτική φάλαγγα με μόνο ένα μέτωπο στην πορεία΄ σημδ. γαλλ. unilatéral & αγγλ. one-sided]