Παράλληλη αναζήτηση

Βρες

Επιλογές αναζήτησης

Καλάθι

Αναζήτηση για: μονόμπαντα
1 εγγραφή
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
μονόμπαντα [monóbanda] & μονόπαντα [monópanda] επίρρ. : από τη μία μόνο πλευρά: Tα κύματα χτυπούσαν το πλοίο ~.

[μονο- + μπάντα 1, πάντα (διαφ. το επίρρ. πάντα)]

< Προηγούμενο   [1]   Επόμενο >
Μετάβαση στη σελίδα:Βρες