Παράλληλη αναζήτηση

Βρες

Επιλογές αναζήτησης

Καλάθι

Αναζήτηση για: μονόκερως
1 εγγραφή
[Λεξικό Κριαρά]
μονόκερως ‑ρος ο· γεν. μονοκέρου.
  • Μυθικό ζώο με ένα μόνο κέρατο:
    • (Φυσιολ. 35511
    • ευρίσκονται … μονόκεροι, από των οποίων το κέρατον είναι τα αντιφάρμακα τα λεγόμενα λεόνκορνα (Νεκταρ., Ιεροκοσμ. Ιστ. 259).

[μτγν. ουσ. μονόκερως. Διάφ. τ. σήμ. ιδιωμ.]

< Προηγούμενο   [1]   Επόμενο >
Μετάβαση στη σελίδα:Βρες