Παράλληλη αναζήτηση
| 1 εγγραφή | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
- μονόκερος ο [monókeros] Ο20 : μυθικό ζώο με μορφή αλόγου και ένα μεγάλο κέρατο στο μέσο του μετώπου.
[λόγ. < ελνστ. μονόκερος < αρχ. επίθ. μονόκερως]



