Παράλληλη αναζήτηση
| 1 εγγραφή | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
- μονόγλωσσος -η -ο [monóγlosos] Ε5 : 1. που είναι γραμμένος σε μία γλώσσα: Mονόγλωσσο λεξικό, στο οποίο οι λέξεις ερμηνεύονται στην ίδια γλώσσα. Mονόγλωσση έκδοση. 2. που χρησιμοποιεί μία γλώσσα ως μητρική: Mονόγλωσσοι πληθυσμοί. || για χώρα ή περιοχή όπου υπάρχει μία γλωσσική κοινότητα.
[λόγ. < αγγλ. monoglot < mono- = μονο- + -glot = -γλωσσος (στη σημ. 1 & σημδ. γαλλ. monolingue)]



