Παράλληλη αναζήτηση

Βρες

Επιλογές αναζήτησης

Καλάθι

Αναζήτηση για: μονωτής
1 εγγραφή
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
μονωτής ο [monotís] Ο7 : 1. (τεχνολ.) υλικό με μηδενική θερμική ή ηλεκτρική αγωγιμότητα. 2. ο μονωτήρας.

[λόγ. μονω- (δες μονώνω) -τής]

< Προηγούμενο   [1]   Επόμενο >
Μετάβαση στη σελίδα:Βρες