Combined Search

Go

Search options

Basket

Results for: μοντέλα
1 item total
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
μοντέλα η [modéla] Ο25α : (προφ., συνήθ. σκωπτ.) γυναίκα που έχει ως επάγγελμα να παρουσιάζει νέες δημιουργίες συνήθ. της ραπτικής σε επιδείξεις μόδας· μοντέλο3: Ύστερα από την επίδειξη μόδας, οι μοντέλες διασκέδασαν σε γνωστό μπαρ.

[μοντέλ(ο) ]

< Previous   [1]   Next >
Go to page:Go