Combined Search

Go

Search options

Basket

Results for: μοντάζ
1 item total
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
μοντάζ το [montáz] Ο (άκλ.) : εργασία, συνήθ. καλλιτεχνική, που συνίσταται στην κατάλληλη ή επιθυμητή τοποθέτηση σε ενιαίο σύνολο των κλισέ ενός κειμένου ή μιας φωτογραφίας πριν από την εκτύπωση ή των πλάνων (κινηματογραφικών ή τηλεοπτικών) μιας ταινίας πριν από την προβολή. || (επέκτ.): Hχητικό ~.

[λόγ. < γαλλ. montage]

< Previous   [1]   Next >
Go to page:Go