Παράλληλη αναζήτηση

Βρες

Επιλογές αναζήτησης

Καλάθι

Αναζήτηση για: μονσινιόρ
1 εγγραφή
[Λεξικό Κριαρά]
μονσινιόρ ο, άκλ.
  • Τιμητικός τίτλος Γάλλων ευγενών:
    • (Κορων., Μπούας 27).

[<βεν. monsignor (γαλλ. monseigneur)]

< Προηγούμενο   [1]   Επόμενο >
Μετάβαση στη σελίδα:Βρες