Παράλληλη αναζήτηση
| 1 εγγραφή | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
- μονοφυσιτισμός ο [monofisitizmós] Ο17 : χριστιανική αίρεση που υποστηρίζει ότι ο Xριστός έχει μία μόνο φύση, τη θεϊκή, η οποία απορρόφησε την ανθρώπινη.
[λόγ. μονοφυσίτ(ης) -ισμός]



