Παράλληλη αναζήτηση

Βρες

Επιλογές αναζήτησης

Καλάθι

Αναζήτηση για: μονοστιγμίς
1 εγγραφή
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
μονοστιγμίς [monostiγmís] επίρρ χρον. : (λογοτ.) σε μία ή επί μία μόνο στιγμή· πολύ γρήγορα.

[μονο- + στιγμ(ή) -ίς]

< Προηγούμενο   [1]   Επόμενο >
Μετάβαση στη σελίδα:Βρες