Combined Search
| 1 item total | << First < Previous Next > Last >> |
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
- μονορούφι [monorúfi] επίρρ. : 1. χωρίς διακοπή ιδίως για αναπνοή, με μια ρουφηξιά: Πίνω το ούζο / το κρασί μου ~. Γέμισε το ποτήρι και το άδειασε ~. 2. (μτφ.) χωρίς διακοπή: Kοιμήθηκε δέκα ώρες ~. Tα είπε όλα ~.
[μονο- + ρουφ(ώ) -ι]



