Παράλληλη αναζήτηση
| 1 εγγραφή | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
- μονοπώληση η [monopólisi] Ο33 : 1. άσκηση κατ΄ αποκλειστικότητα όλης της οικονομικής δραστηριότητας που έχει σχέση με ορισμένα αγαθά ή υπηρεσίες: Είναι απαραίτητη η ~ των ειδών πρώτης ανάγκης από το κράτος. || (επέκτ.) για άλλες δραστηριότητες: ~ της πληροφόρησης / της προπαγάνδας. 2. (μτφ.) το να διεκδικεί κάποιος ή κτ. την αποκλειστικότητα: H ~ του ενδιαφέροντος.
[λόγ. μονοπωλη- (μονοπωλώ) -σις > -ση]



