Παράλληλη αναζήτηση

Βρες

Επιλογές αναζήτησης

Καλάθι

Αναζήτηση για: μονοπώλειο
1 εγγραφή
[Λεξικό Κριαρά]
μονοπωλείο(ν) — μονοπωλίο(ν) το· μονοπουλείο(ν) — μονοπουλίο(ν).
  • Μονοπώλιο:
    • Αύξησεν (ενν. ο Θωμάς) την σίκλαν του κρασίου, άρχισεν μονοπουλεία (Ιστ. δεσποτών Ηπείρ. 2124
    • φρ. κάνω κ. μονοπουλείο(ν) = εντάσσω προϊόν σε καθεστώς μονοπωλίου:
      • (αυτ. 1222).

[<ουσ. μονοπώλιον με επίδρ. ουσ. σε ‑πωλείον (αν δεν πρόκ. για την ίδια λ. με καταβιβ. τόνου). Τ. ‑πουλ(ε)ιόν σήμ. κυπρ. με διαφορ. σημασ. Η λ. (‑πωλείον) το 12. αι.· βλ. και Du Cange, Soph.]

< Προηγούμενο   [1]   Επόμενο >
Μετάβαση στη σελίδα:Βρες