Παράλληλη αναζήτηση
| 1 εγγραφή | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
- μονομανία η [monomanía] Ο25 : 1. ψυχοπνευματική διαταραχή που χαρακτηρίζεται από κυριαρχία μιας έμμονης ιδέας· (πρβ. μανία, ιδεοληψία). 2. έντονη κλίση σε κτ. που απορροφά ολοκληρωτικά κάθε σκέψη ή δραστηριότητα ενός ατόμου.
[λόγ. < γαλλ. monomanie < mono- = μονο- + -manie = -μανία]



