Combined Search

Go

Search options

Basket

Results for: μονομάχος
1 item total
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
μονομάχος ο [monomáxos] Ο18 : αυτός που συμμετέχει σε μονομαχία: Aγώνες μονομάχων που έθελγαν το κοινό της αρχαίας Ρώμης. || (μτφ.): Οι δύο μονομάχοι της πολιτικής μας ζωής.

[λόγ. < αρχ. μονομάχος `που μάχεται μόνος (στη μάχη, εναντίον μοναδικού αντιπάλου)΄, ελνστ. σημ.: `ένοπλος αθλητής στον ιππόδρομο΄ σημδ. γαλλ. duelliste]

< Previous   [1]   Next >
Go to page:Go