Παράλληλη αναζήτηση
| 1 εγγραφή | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
- μονοκράτορας ο [monokrátoras] Ο5 : αυτός που κυριαρχεί απόλυτα: Ο Mέγας Kωνσταντίνος, αφού νίκησε το Λικίνιο, απέμεινε ~.
[λόγ. < ελνστ. μονοκράτωρ, αιτ. -ορα]



