Παράλληλη αναζήτηση

Βρες

Επιλογές αναζήτησης

Καλάθι

Αναζήτηση για: μονοκούκι
1 εγγραφή
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
μονοκούκι [monokúki] επίρρ. : ψηφίζω ~, για ανθρώπους που ψηφίζουν όλοι τον ίδιο συνδυασμό ή τον ίδιο υποψήφιο.

[μονο- + κουκ(ί) -ι]

< Προηγούμενο   [1]   Επόμενο >
Μετάβαση στη σελίδα:Βρες