Combined Search

Go

Search options

Basket

Results for: μονοκατοικία
1 item total
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
μονοκατοικία η [monokatikía] Ο25 : σπίτι προορισμένο για κατοικία μιας μόνο οικογένειας· (πρβ. διπλοκατοικία, πολυκατοικία): Mία ~ με αυλή και κήπο.

[λόγ. μονο- + κατοικία κατά το αρχ. συνοικία (δες λ., που όμως αναλύεται: σύνοικ(ος) -ία) μτφρδ. γαλλ. (maison) à une habitation]

< Previous   [1]   Next >
Go to page:Go