Παράλληλη αναζήτηση
1 εγγραφή | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
- μονοκαλλιέργεια η [monokaliérjia] Ο27 : καλλιέργεια της γης σε μια περιοχή με ένα και μοναδικό είδος συνεχώς για μεγάλο χρονικό διάστημα· (πρβ. αμειψισπορά): ~ με σιτάρι / με καπνό.
[λόγ. μονο- + καλλιέργεια μτφρδ. γαλλ. monoculture (mono- = μονο-)]