Παράλληλη αναζήτηση

Βρες

Επιλογές αναζήτησης

Καλάθι

Αναζήτηση για: μονοδρομώ
1 εγγραφή
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
μονοδρομώ [monoδromó] -ούμαι Ρ10.9 : μετατρέπω ένα δρόμο διπλής κατευθύνσεως σε μονόδρομο.

[λόγ. μονόδρομ(ος) -ώ]

< Προηγούμενο   [1]   Επόμενο >
Μετάβαση στη σελίδα:Βρες