Παράλληλη αναζήτηση

Βρες

Επιλογές αναζήτησης

Καλάθι

Αναζήτηση για: μονογαμία
2 εγγραφές [1 - 2]
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
μονογαμία η [monoγamía] Ο25 : ANT πολυγαμία. 1. νομικό ή εθιμικό καθεστώς σύμφωνα με το οποίο ο άντρας ή η γυναίκα δεν επιτρέπεται να έχουν ταυτόχρονα περισσότερους από ένα συζύγους. 2. η ιδιότητα των μονογαμικών ζώων.

[λόγ. < ελνστ. μονογαμία]

[Λεξικό Κριαρά]
μονογαμία η· μονογαμιά.
  • α) Το να παντρεύεται κάπ. μόνο μία φορά:
    • φύλαξον την μονογαμίαν σου, τουτέστι τον όρον της γυναικός σου (Φυσιολ. 3583‑4
  • β) (προκ. για πτηνά):
    • (Φυσιολ. 3584‑5
    • (συνεκδ.):
      • εκείνον (ενν. το τρυγόνιν) μονογαμιάν κλαι (Φυσιολ. (Legr.) 743).

[μτγν. ουσ. μονογαμία. Η λ. και σήμ.]

< Προηγούμενο   [1]   Επόμενο >
Μετάβαση στη σελίδα:Βρες