Combined Search

Go

Search options

Basket

Results for: μονοήμερος -η -ο
2 items total [1 - 2]
[Λεξικό Κριαρά]
μονοήμερος, επίθ.
  • (Προκ. για τόπο) που βρίσκεται σε απόσταση μιας μέρας:
    • (Ερμον. Μ 172).

[αρχ. επίθ. μονοήμερος. Η λ. και σήμ. με διαφορ. σημασ.]

[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
μονοήμερος -η -ο [monoímeros] Ε5 : που διαρκεί ή που ζει μία μέρα: Mονοήμερη εκδρομή.

[λόγ. μονο- + ημέρ(α) -ος]

< Previous   [1]   Next >
Go to page:Go