Combined Search

Go

Search options

Basket

Results for: μονισμός
1 item total
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
μονισμός ο [monizmós] Ο17 : φιλοσοφική άποψη ότι η αρχή ή η ουσία του κόσμου είναι μία και μοναδική· ενισμός. ANT δυϊσμός: Iδεαλιστικός / υλιστικός ~.

[λόγ. < γερμ. Monismus < Mon- < αρχ. μόν(ος) -ismus = -ισμός]

< Previous   [1]   Next >
Go to page:Go