Παράλληλη αναζήτηση

Βρες

Επιλογές αναζήτησης

Καλάθι

Αναζήτηση για: μονιμοποίηση
1 εγγραφή
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
μονιμοποίηση η [monimopíisi] Ο33 : η ενέργεια ή το αποτέλεσμα του μονιμοποιώ: Οι έκτακτοι υπάλληλοι απεργούν με αίτημα τη μονιμοποίησή τους.

[λόγ. μόνιμ(ος) -ο- + -ποίη(σις) -ση]

< Προηγούμενο   [1]   Επόμενο >
Μετάβαση στη σελίδα:Βρες