Παράλληλη αναζήτηση

Βρες

Επιλογές αναζήτησης

Καλάθι

Αναζήτηση για: μονικόν
1 εγγραφή
[Λεξικό Κριαρά]
μονικόν το.
  • Είδος φυτού:
    • (Σταφ., Ιατροσ. 8223).

[άγν. ετυμ.· πιθ. σχετ. με το μτγν. ουσ. μανικόν]

< Προηγούμενο   [1]   Επόμενο >
Μετάβαση στη σελίδα:Βρες