Παράλληλη αναζήτηση
1 εγγραφή | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
- μονιά η [moná] Ο24 : (λογοτ., λαϊκότρ.) φωλιά ή καταφύγιο άγριου ζώου. || κατοικία.
[ελνστ. μονία `μοναχικότητα, ερημιά΄ με συνίζ. για αποφυγή της χασμ., αρχ. σημ.: `παραμονή, ανάπαυση΄]