Παράλληλη αναζήτηση

Βρες

Επιλογές αναζήτησης

Καλάθι

Αναζήτηση για: μονιά
1 εγγραφή
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
μονιά η [moná] Ο24 : (λογοτ., λαϊκότρ.) φωλιά ή καταφύγιο άγριου ζώου. || κατοικία.

[ελνστ. μονία `μοναχικότητα, ερημιά΄ με συνίζ. για αποφυγή της χασμ., αρχ. σημ.: `παραμονή, ανάπαυση΄]

< Προηγούμενο   [1]   Επόμενο >
Μετάβαση στη σελίδα:Βρες