Combined Search
| 1 item total | << First < Previous Next > Last >> |
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
- μοναχοκόρη η [monaxokóri] Ο30α : το κορίτσι που είναι μοναχοπαίδι ή η μοναδική κόρη μιας οικογένειας, η οποία έχει ακόμη ένα ή περισσότερα αγόρια.
[μονάχ(ος) -ο- + κόρη]



