Combined Search

Go

Search options

Basket

Results for: μοναστηριακός -ή -ό
1 item total
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
μοναστηριακός -ή -ό [monastiriakós] Ε1 : που αναφέρεται και ιδίως που ανήκει σε μοναστήρι: Mοναστηριακή αρχιτεκτονική / περιουσία. Aπαλλοτρίωση των μοναστηριακών κτημάτων.

[λόγ. < μσν. μοναστηριακός < μοναστήρι(ον) -ακός]

< Previous   [1]   Next >
Go to page:Go