Παράλληλη αναζήτηση

Βρες

Επιλογές αναζήτησης

Καλάθι

Αναζήτηση για: μοναστής
1 εγγραφή
[Λεξικό Κριαρά]
μοναστής ο.
  • Μοναχός, καλόγερος:
    • μονασταί και κοσμικοί (Παϊσ., Ιστ. Σινά 16).

[<αόρ. του μονάζω + κατάλ. ‑τής. Η λ. τον 4. αι. και σήμ. λόγ.]

< Προηγούμενο   [1]   Επόμενο >
Μετάβαση στη σελίδα:Βρες