Παράλληλη αναζήτηση

Βρες

Επιλογές αναζήτησης

Καλάθι

Αναζήτηση για: μοναστήριον
1 εγγραφή
[Λεξικό Κριαρά]
μοναστήριον το· μαναστήρι(ν)· μοναστήρι· μοναστήριν· μοναστήριο.
  • 1)
    • α) Τόπος όπου μονάζουν μοναχοί ή μοναχές, μονή, μοναστήρι:
      • το μοναστήριον του Σταυρονικήτα (Ιστ. πατρ. 16916· Ιμπ. 594
    • β) (σε παρομοίωση προκ. για μέρος ερημικό, χωρίς επαρκή οχύρωση):
      • Το κάστρον (ενν. την Καλομάτα) ηύραν αχαμνόν, ως μοναστήριν το είχαν (Χρον. Μορ. H 1712
    • γ) (μεταφ.· ειρων.):
      • ηγάπουν το μαυλισταρειόν, το μέγα μοναστήριν (Σαχλ., Αφήγ. 99).
  • 2) (Γενικ.) τόπος διαμονής·
    • (εδώ σε ιδιάζ. χρ.):
      • Εδά 'χασες, βαριόμοιρε Αδάμ, … τον τόπον της παράδεισος και τ’ άγιον μοναστήρι (Πικατ. 555).
  • 3) (Συνεκδ.) ναός (συν. μεγάλος):
    • τον παλαιόν καιρόν … ήσαν μοναστήρια, ήγουν εκκλησίες, τξέ (Προσκυν. Κουτλ. 390 13939).
  • 4) (Συνεκδ.· στον εν. και πληθ.) μοναχοί, καλόγεροι:
    • (Επιστ. ηγουμ. 175
    • Ήλθαν τα μοναστήρια και πάντες οι ηγουμένοι (Βίος Δημ. Μοσχ. 285).
  • Ο τ. ‑ι ως τοπων.:
    • (Πορτολ. A 3537).

[μτγν. ουσ. μοναστήριον. Οι τ. ‑ιν και μαναστήρι και σήμ. ιδιωμ. Ο τ. ‑ι στο Βλάχ. και σήμ.]

< Προηγούμενο   [1]   Επόμενο >
Μετάβαση στη σελίδα:Βρες