Παράλληλη αναζήτηση
3 εγγραφές [1 - 3] | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
[Λεξικό Κριαρά]
- μοναξά (Ι) η,
- βλ. μοναξία.
[Λεξικό Κριαρά]
- μοναξά (ΙΙ), επίρρ.· συγκρ. μοναξιότερα.
-
- 1)
- α) Μοναχικά·
- (εδώ) χωρίς συνοδεία:
- ποτέ μου μοναξότερα ουδέν σε είδα να έλθεις (Χρον. Μορ. H 260)·
- (εδώ) χωρίς συνοδεία:
- β) ιδιαίτερα, παράμερα, κατ’ ιδίαν:
- κρυπτώς τον είπαν μοναξά: «Τι έν’ αυτό τό κάμνεις;» (Χρον. Μορ. P 3907).
- α) Μοναχικά·
- 2) (Πιθ. με επίδρ. του επιρρ. μοναχά) μόνον, μονάχα:
- τριακόσιοι έναι (ενν. οι Αλαμάνοι) μοναξά (Χρον. Μορ. P 3998).
[<επίθ. μοναξός]
- 1)
[Λεξικό Κριαρά]
- μοναξάδα η.
-
- Μοναξιά:
- Δεν έρχεται ως την άλλην εβδομάδα κι έχεις τσι μέρες τούτες μοναξάδα (Βοσκοπ. 186).
[<ουσ. μοναξ(ι)ά + κατάλ. ‑άδα]
- Μοναξιά: