Combined Search
| 2 items total [1 - 2] | << First < Previous Next > Last >> |
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
- μονάζω [monázo] Ρ2.1α : 1. ζω ως μοναχός: Έγινε καλόγερος και μόνασε στο Άγιο Όρος. 2. (ειρ.) ζω μόνος, χωρίς κοινωνικές σχέσεις.
[λόγ. < ελνστ. μονάζω]
[Λεξικό Κριαρά]
- μονάζω.
-
- 1) Απομονώνομαι, μένω ή ζω μόνος:
- υπάγετε καλώς και μόνη πάλιν πέσω, μονάσω πάλιν ως οψέ (Καλλίμ. 2019· Φυσιολ. (Legr.) 947).
- 2) (Εκκλ.) είμαι ή γίνομαι μοναχός, καλογερεύω:
- (Βακτ. αρχιερ. 189).
- Η μτχ. ενεστ. ως ουσ. =
- α) (αρσ.) μοναχός, καλόγερος:
- ιερείς και μονάζοντες (Χειλά, Χρον. 348)·
- β) (θηλ.) μοναχή:
- την Επιστήμην …, μοναζουσών το κλέος (Παϊσ., Ιστ. Σινά 307).
- α) (αρσ.) μοναχός, καλόγερος:
[μτγν. μονάζω. Η λ. και σήμ.]
- 1) Απομονώνομαι, μένω ή ζω μόνος:



