Combined Search

Go

Search options

Basket

Results for: μολυβδοσκέπαστος
1 item total
[Λεξικό Κριαρά]
μολυβδοσκέπαστος, επίθ.· μολυβοσκέπαστος.
  • Σκεπασμένος με μόλυβδο:
    • η εκκλησία της αγίας Σιών είναι μολυβοσκέπαστη τούρλα ωραιοτάτη (Προσκυν. Κουτλ. 390 14023· Προσκυν. Ιβ. 535 514).

[<ουσ. μολύβδι - μολύβι + ρηματ. επίθ. σκεπαστός. Ο τ. στο Du Cange (λ. μόλυβος) και στο Steph. Η λ. στον Κουμαν.]

< Previous   [1]   Next >
Go to page:Go