Combined Search
| 1 item total | << First < Previous Next > Last >> |
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
- μολυβής -ιά -ί [molivís] Ε8 & μολυβί [moliví] Ε (άκλ.) : που έχει σκούρο γκρι χρώμα όπως ο μόλυβδος: ~ ουρανός. Mολυβιά σύννεφα. || (ως ουσ.) το μολυβί, το μολυβί χρώμα.
[μολύβ(ι) -ής· μολύβ(ι) -ί 4]



