Combined Search

Go

Search options

Basket

Results for: μολυβένιος
2 items total [1 - 2]
[Λεξικό Κριαρά]
μολυβένιος, επίθ.· βολυμένιος· μολυβένος.
  • Που είναι κατασκευασμένος από μόλυβδο:
    • (Αιτωλ., Μύθ. 4310
    • (σε μεταφ.):
      • Πάθος με κράζου τση καρδιάς και βάρος μολυβένιο (Πανώρ. Έ 9).

[<ουσ. μολύβι(ν) + κατάλ. ‑ένιος. Η λ. στο Βλάχ. και σήμ.]

[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
μολυβένιος -α -ο [molivénos] Ε4 : 1. μολύβδινος: Παιδιά που παίζουν με μολυβένια στρατιωτάκια. 2. μολυβής.

[μσν. μολυβένιος < μολύβ(ι) -ένιος]

< Previous   [1]   Next >
Go to page:Go