Παράλληλη αναζήτηση
| 1 εγγραφή | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
- μοκέτα η [mokéta] Ο25 : είδος χαλιού που στερεώνεται μόνιμα επάνω στο δάπεδο και συνήθ. το καλύπτει ολόκληρο: Kαφέ / πράσινη ~. Yπνοδωμάτιο στρωμένο με ~. || Οι μοκέτες του αυτοκινήτου.
[ιταλ. mocchetta ή γερμ. Mokett(a) -α]



