Παράλληλη αναζήτηση

Βρες

Επιλογές αναζήτησης

Καλάθι

Αναζήτηση για: μοιρασμός
1 εγγραφή
[Λεξικό Κριαρά]
μοιρασμός ο.
  • Διαίρεση και διανομή, μοιρασιά:
    • εις τον μοιρασμόν … τα πλειόνα σε τυγχάνουν (Ερμον. Θ 194).

[<αόρ. του μοιράζω + κατάλ. ‑μός. Η λ. στο Somav. (λ. μοίρασμα)]

< Προηγούμενο   [1]   Επόμενο >
Μετάβαση στη σελίδα:Βρες