Παράλληλη αναζήτηση

Βρες

Επιλογές αναζήτησης

Καλάθι

Αναζήτηση για: μοιρασιά
2 εγγραφές [1 - 2]
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
μοιρασιά η [mirasxá] Ο24 : η ενέργεια ή το αποτέλεσμα του μοιράζω1: Mάλωσαν στη ~.

[μσν. μοιρασία με συνίζ. για αποφυγή της χασμ. < μοιρασ- (μοιράζω) -ία]

[Λεξικό Κριαρά]
μοιρασιά η· μερασία· μερασιά· μοιρασά· μοιρασία.
  • 1) Μοίρασμα, διανομή:
    • Είδομεν και το κατάστιχον της μοιρασίας οπού εγένετο (Βησσ., Επιστ. 3618
    • (προκ. για κληρονομιά):
      • (Ασσίζ. 42018
    • φρ. κάνω μοιρασιά ή ποιώ μοιρασία(ν) = μοιράζω:
      • (Μορεζίν., Διαθ. 484), (Χρον. Μορ. P 1019).
  • 2) (Μαθημ.) διαίρεση:
    • ποιούμεν εν αυτοίς τοις έ την μοιρασίαν των ζ́ (Rechenb. (Vog.) 337).
  • 3) (Συνεκδ.) αυτό που μοιράζεται, μερτικό:
    • και τ’ άλογα και τ’ άρματα … ας είναι μερασιά σας (Αλεξ. 784).

[<μοιράζω + κατάλ. ‑σιά. Ο τ. ‑σά και σήμ. κρητ. Ο τ. ‑ία στο Du Cange και σήμ. ιδιωμ. Η λ. στο Somav. και σήμ.]

< Προηγούμενο   [1]   Επόμενο >
Μετάβαση στη σελίδα:Βρες