Παράλληλη αναζήτηση
2 εγγραφές [1 - 2] | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
- μοιραίνω [miréno] Ρ7.1α : (λαϊκότρ.) καθορίζω τη μοίρα κάποιου: Ήρθαν οι Mοίρες να μοιράνουν το μωρό.
[μοίρ(α) -αίνω]
[Λεξικό Κριαρά]
- μοιραίνω.
-
- α) (Προκ. για τη Μοίρα) ορίζω τη μοίρα κάπ., προδιαγράφω το πεπρωμένο του:
- (Ευγέν. 717)·
- το μελλάμενο εκ την αρχή του αθρώπου οι Μοίρες το μοιραίνουσι (Φαλιέρ., Ενύπν. 58)·
- β) προκαθορίζω τα μελλοντικά προτερήματα κάπ.:
- όλες τσι χάρες π’ Ουρανοί και τ’ Άστρη εγεννήσα, μ’ όλες τον εμοιράνασι (Ερωτόκρ. Ά 84).
[<ουσ. μοίρα + κατάλ. ‑αίνω. Η λ. και σήμ. λαϊκ.]
- α) (Προκ. για τη Μοίρα) ορίζω τη μοίρα κάπ., προδιαγράφω το πεπρωμένο του: