Παράλληλη αναζήτηση

Βρες

Επιλογές αναζήτησης

Καλάθι

Αναζήτηση για: μοιράδιον
1 εγγραφή
[Λεξικό Κριαρά]
μοιράδιον το· ιμοιράδι· ιμοιράδιν· μεράδι· μεράδιν· μεράδιον· μοιράδι· μοιράδιν.
  • 1)
    • α) Τμήμα, μέρος (συνόλου):
      • Όμηρε …, ειπέ μας κι εσύ μοιράδι από τα κακά των γυναικών (Συναξ. γυν. 450· Σουμμ., Παστ. φίδ. Έ [364]
    • β) (προκ. για πρόσωπα) ομάδα, κατηγορία:
      • εις τρία μοιράδια χώρισε όλους τους εδικούς του (Θησ. Β́ [524]· Χρον. σουλτ. 10926·)>
    • γ) (σε ιδιάζ. χρ. για τους νεκρούς):
      • Αυτοί οπού χαίρουνται έχουν εδώ μοιράδιν, εκ τούς … επέψαν εις τον 'Αδην; (Απόκοπ. 137).
  • 2)
    • α) Μερίδιο, μερτικό, κλήρος:
      • Εκάστῳ ισοστάθμιον το μοιράδιον δίδουν (Παϊσ., Ιστ. Σινά 955 κριτ. υπ.
      • Περί μοναχού οπού … ζητά μοιράδι του από τους γονείς του (Βακτ. αρχιερ. 167
    • β) ανταμοιβή, δωρεά:
      • απού 'γραψε τα άνωθε δώσε κι αυτού μοιράδι, με τους αγαπημένους σου ας είν’ κι αυτός ομάδι (Π. Ν. Διαθ. φ. 336β 17· Απόκοπ. 433
    • γ) φέουδο:
      • ίνα ηπορῄς επαρήναι δέκα παροίκους εκ των μοιραδίων (Συνθήκ. Καλλ. 319).
  • Εκφρ.
  • 1) Εκ το ιμοιράδιν μεράδιν) μου = εκ μέρους μου, εξ ονόματός μου (εξουσιοδότηση):
    • (Χρον. Μορ. H 5783), (Χρον. Μορ. P 6578).
  • 2) Διά ιμοιράδι μου = για λογαριασμό μου:
    • (Χρον. Μορ. H 7102).
    • Φρ.
    • 1) Έχω μοιράδιν από κ.= απολαμβάνω μέρος ενός πράγματος (πβ. μερτικόν Φρ. 2):
      • (Θησ. (Foll.) Ι 31.)>
    • 2) Έχω μοιράδι σε κάπ. = συνδέομαι με κάπ., είμαι οικείος (πβ. μοίρα Φρ. 5):
      • (Π. Ν. Διαθ. φ. 336β 13
    • 3) Δεν έχω στη γη μοιράδι = δεν δικαιούμαι από τα αγαθά της γης· είμαι δυστυχής:
      • (Περί ξεν. 501).
    • 4) Στήνω καλόν μοιράδιν = αποκτώ αξιόλογη θέση:
      • (Γεωργηλ., Βελ. Λ 40).

[<ουσ. μοίρα + κατάλ. ‑άδιον. Κατά ΛΚΝ ουσιαστικοπ. ουδ. του μτγν. επιθ. μοιράδιος. Η λ. το 12. αι. Οι τ. ‑ι και μεράδι και σήμ. ιδιωμ.]

< Προηγούμενο   [1]   Επόμενο >
Μετάβαση στη σελίδα:Βρες