Παράλληλη αναζήτηση

Βρες

Επιλογές αναζήτησης

Καλάθι

Αναζήτηση για: μογγόλος
1 εγγραφή
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
μογγόλος ο [moŋgólos] Ο18 θηλ. μογγόλα [moŋgóla] Ο25α : I. Mογγόλος, άτομο μογγολικής φυλής: Οι Mογγόλοι του Tαμερλάνου. II. (σπάν.) αυτός που πάσχει από μογγολισμό. μογγολάκι το YΠΟKΟΡ 1. νεαρός Mογγόλος ή γιος Mογγόλου. 2. παιδί που πάσχει από μογγολισμό.

[λόγ.: I: γαλλ. Mongol(e) (από τα μογγολικά) -ος· II: σημδ. αγγλ. Mongol· Μογγόλ(ος) -α]

< Προηγούμενο   [1]   Επόμενο >
Μετάβαση στη σελίδα:Βρες