Combined Search

Go

Search options

Basket

Results for: μοίρασμα
2 items total [1 - 2]
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
μοίρασμα το [mírazma] Ο49 : η ενέργεια ή το αποτέλεσμα του μοιράζω.

[μσν. μοίρασμα < μοιρασ- (μοιράζω) -μα]

[Λεξικό Κριαρά]
μοίρασμα το.
  • α) Μοιρασιά:
    • (Αιτωλ., Μύθ. 1028
  • β) διάταξη, σειρά:
    • Τέλος του μοιράσματος των κάβων από τον πονέντη εις τον λεβάντη (Πορτολ. A 30016).

[<αόρ. του μοιράζω + κατάλ. ‑μα. Η λ. στο Somav. και σήμ.]

< Previous   [1]   Next >
Go to page:Go