Παράλληλη αναζήτηση

Βρες

Επιλογές αναζήτησης

Καλάθι

Αναζήτηση για: μνηστήρας
1 εγγραφή
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
μνηστήρας ο [mnistíras] Ο2 : 1. (λόγ.) ο αρραβωνιαστικός. 2. (μτφ.) αυτός που προβάλλει αξιώσεις για κτ., ιδίως αξίωμα, και επιδιώκει να το αποκτήσει: Οι μνηστήρες του βασιλικού θρόνου. Οι μνηστήρες της Πηνελόπης, οι άντρες που επιδίωκαν να την παντρευτούν.

[λόγ. < αρχ. μνηστήρ, αιτ. -ῆρα `κάποιος που επιδιώκει να κερδίσει μια γυναίκα΄]

< Προηγούμενο   [1]   Επόμενο >
Μετάβαση στη σελίδα:Βρες