Παράλληλη αναζήτηση

Βρες

Επιλογές αναζήτησης

Καλάθι

Αναζήτηση για: μνησικακώ
2 εγγραφές [1 - 2]
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
μνησικακώ [mnisikakó] Ρ10.9α : αισθάνομαι μνησικακία.

[λόγ. < αρχ. μνησικακῶ]

[Λεξικό Κριαρά]
μνησικακώ.
  • Θυμάμαι το κακό που μου έκανε κάπ. και θέλω να εκδικηθώ, κρατώ κακία σε κάπ.:
    • (Δεφ., Σωσ. 300
    • (μτβ.):
      • (Ιακ., Παραιν. 829).

[αρχ. μνησικακέω. Η λ. και σήμ.]

< Προηγούμενο   [1]   Επόμενο >
Μετάβαση στη σελίδα:Βρες