Παράλληλη αναζήτηση
| 1 εγγραφή | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
[Λεξικό Κριαρά]
- μισόκαλος, επίθ.
-
- α) Που μισεί το καλό, κακός, φθονερός:
- πολύτροπος ανήρ, μισόκαλος, θυμώδης (Μανασσ., Ποίημ. ηθ. 697)·
- β) (προκ. για το διάβολο):
- (Μορεζίν., Κλίνη Σολομ. 459)·
- ο μισόκαλος ο δαίμονας (Χούμνου, Κοσμογ. 1007).
- Το αρσ. ως ουσ. = ο διάβολος:
- εφθόνησε ο μισόκαλος και μου ήλθε συμφορά (Αγάπ. (Κωστούλα) 70)·
- (υβριστ.):
- (Ναθαναήλ Μπέρτου, Ομιλίαι XI 11).
[μτγν. επίθ. μισόκαλος]
- α) Που μισεί το καλό, κακός, φθονερός:



