Combined Search

Go

Search options

Basket

Results for: μισοτιμής
1 item total
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
μισοτιμής [misotimís] επίρρ. : στη μισή περίπου τιμή, πολύ φτηνά: Aγοράζει / πουλάει ~. Πούλησε ~ το σπίτι του, γιατί είχε άμεση ανάγκη από χρήματα.

[μισο- 1 + τιμ(ή) -ής]

< Previous   [1]   Next >
Go to page:Go